ἀποδοκιμάζει

ἀποδοκιμάζει
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
pres ind mp 2nd sg
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
pres ind act 3rd sg
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
pres ind mp 2nd sg
ἀποδοκιμάζω
reject on scrutiny
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντιρεβιζιονιστής — ο αυτός που αντιτίθεται στον ρεβιζιονισμό και αποδοκιμάζει τις ενέργειες των ρεβιζιονιστών …   Dictionary of Greek

  • εικονοκλάστης — ο (AM εἰκονοκλάστης) αυτός που σπάει ή καταστρέφει τις εικόνες γιατί αποδοκιμάζει τη χρήση τους για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. ο καινοτόμος, ο οποίος αρνείται κάθε στοιχείο παραδοσιακό …   Dictionary of Greek

  • ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… …   Dictionary of Greek

  • μωμεπιρρίπτης — μωμεπιρρίπτης, ὁ (Μ) αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου, που κατακρίνει, αποδοκιμάζει ή και επιπλήττει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + ἐπιρρίπτω] …   Dictionary of Greek

  • πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… …   Dictionary of Greek

  • Πύρρων — (Ήλις 360 π.Χ. – 270; π.Χ.). Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Σκεπτικής σχολής. Κατά την παράδοση, είχε γνωρίσει τη διδασκαλία των μεγαρικών και κατόπιν του δημοκριτικού Αναξάρχου, ασφαλώς όμως το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του ήταν το ταξίδι… …   Dictionary of Greek

  • εγκάθετος — η, ο (για ανθρώπους), ο επίτηδες τοποθετημένος σε θέατρο ή δημόσια συγκέντρωση, για να επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει κάποιον στην κατάλληλη στιγμή, ο πληρωμένος, βαλτός, κλακέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”